- ρουθουνίζω
- και ρωθωνίζω Ν [ρουθούνι / ῥώθων]αναπνέω θορυβωδώς με τη μύτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρουθουνίζω — ρουθουνίζω, ρουθούνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ρουθουνίζω — ισα, αναπνέω από τα ρουθούνια με θόρυβο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμβριμώμαι — ἐμβριμῶμαι ( άομαι) (Α) 1. (για άλογα) χρεμετίζω, ρουθουνίζω 2. (για πρόσ.) δυσανασχετώ, γογγύζω 3. εκδηλώνω την αγανάκτηση μου, επιπλήττω 4. ορμώ εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
μουθουνίζω — και μουσουνίζω 1. ξεφυσώ από τα ρουθούνια με κλειστό το στόμα 2. μιλώ έρρινα, με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουσουνίζω < ιταλ. muso + κατάλ. ίζω, ενώ ο τ. μουθουνίζω κατά το ρουθουνίζω] … Dictionary of Greek
ρουθουνητό — το, Ν το ρουθούνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουθούνι / ρουθουνίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. βογγ ητό)] … Dictionary of Greek
ρουθούνισμα — το, Ν [ρουθουνίζω] η θορυβώδης αναπνοή με τη μύτη … Dictionary of Greek
ρωθωνίζω — Ν βλ. ρουθουνίζω … Dictionary of Greek